Το έκθεμα του μήνα
δένω, θάβω βαθιά, εξαφανίζω από τους ανθρώπους…
Μολύβδινος κατάδεσμος
Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας, αρ. ευρ. Χ14470
Προέλευση: Αθήνα
Διαστάσεις: πλάτος 7,5 εκ., ύψος 8,3 εκ., πάχ. 1,5 εκ.
Χρονολόγηση: 345-335 π.Χ.
Χώρος έκθεσης: Αίθουσα 38, Προθήκη 55 (αρ. 13)
Στις αρχές του 20ου αιώνα το Μουσείο απέκτησε, με αγορά, έναν μοναδικό μολύβδινο κατάδεσμο[1] με εκτενή κατάρα χαραγμένη στην αττική διάλεκτο και στις δύο όψεις. Αναφέρθηκε ότι βρέθηκε στην Αθήνα, στην περιοχή του Αγίου Σάββα, που ταυτίζεται με την ομώνυμη μικρή εκκλησία επί της Ιεράς Οδού, στον Ελαιώνα. Στη θέση αυτή τοποθετείται πιθανότατα αρχαίο ιερό αφιερωμένο στον Δία Μειλίχιο, που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας (Ι, 37,4).
Η τετράγωνη πινακίδα ήταν αρχικά τυλιγμένη δύο φορές και τρυπημένη με χαμένο σήμερα καρφί. Στη διάτρηση οφείλεται η απώλεια μικρού μέρους της επιγραφής, η οποία ωστόσο παραμένει ένας εντυπωσιακός κατάλογος 111 ονομάτων, κυρίως Αθηναίων πολιτών. Ο ανώνυμος καταδέτης εισάγει την κατάρα με τη φράση «καταδῶ, κατορύττω, ἀφανίζω ἐξ ἀνθρώπων», δηλαδή «δένω, θάβω βαθιά, εξαφανίζω από τους ανθρώπους». Στην πίσω όψη παρεμβάλλεται και η τυπική φράση «καταδῶ καὶ ἔπη καὶ ἔ̣ργα» που σημαίνει «δένω και τα λόγια και τις πράξεις». Τα ονόματα, διατεταγμένα σε στήλες, όπως σε δημόσια έγγραφα[2], συνοδεύονται στην πλειονότητά τους από το δημοτικό, στοιχείο ταυτότητας των Αθηναίων πολιτών, ενώ μερικά επαναλαμβάνονται. Τα θύματα ανέρχονται σε τουλάχιστον 96 πρόσωπα, μεταξύ των οποίων 30 γνωστοί Αθηναίοι του 4ου αι. π.Χ., οι οποίοι υπήρξαν χορηγοί, τριήραρχοι, κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων, ιδιοκτήτες γης και δούλων. Στη λίστα συναντούμε μέλη της αντιμακεδονικής παράταξης του Λυκούργου, του Υπερείδη και του Δημοσθένη, όπως τον Πολύευκτο και τον Ξενοκλή από τον δήμο Σφηττού, αλλά και τον ρήτορα Αριστογείτονα, γνωστό συκοφάντη του Υπερείδη και του Δημοσθένη. Επίσης, αναγράφονται διάφοροι επαγγελματίες (ζωγράφος, ἀχυρεύς = πωλητής άχυρου, ἀλφιτοπώλις = πωλητής σιτηρών), 8 γυναίκες εκ των οποίων οι 4 λαικάστριες (= ιερόδουλες), ιδιότητα κοινή με έναν άντρα (λαικαστής) και τέλος 2 μέτοικοι. Η επιγραφή αποτελεί θησαυρό για την προσωπογραφία της Αθήνας τον 4ο αι. π.Χ. και χρονολογείται με ακρίβεια στα 345-335 π.Χ. Ο λόγος ύπαρξης της συγκεκριμένης κατάρας παραμένει στη σφαίρα της εικασίας. Ίσως είχε σχέση με κομματική διαμάχη ή με δραστηριότητα συκοφαντών σε δίκες πολιτικού χαρακτήρα ή με κάποιο εμπορικό ζήτημα (π.χ. παράνομη εξαγωγή σίτου) ή ίσως στόχευε τα μέλη μίας εταιρείας, είδος ιδιωτικού σωματείου, στο οποίο μετείχαν κυρίως άνδρες ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Κατά την αρχαιότητα είναι βεβαιωμένη η τέλεση πράξεων σχετικών με μαγεία. Οι κατάδεσμοι, κατεξοχήν αντικείμενα μαγικής φύσεως, εμφανίστηκαν τον ύστερο 6ο αι. π.Χ. σε ελληνικές αποικίες στη Σικελία, κατόπιν στην Αττική, από όπου εξαπλώθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Έως την ύστερη αρχαιότητα απαντούν σε όλο τον μεσογειακό κόσμο[3]. Συχνά τυλιγμένοι και τρυπημένοι με καρφιά[4], τοποθετούνταν κρυφά σε «πηγές» νερού (πηγάδια, λουτρά, κρήνες, δεξαμενές), σε ιερούς χώρους, σπάνια σε οικίες, δημόσια κτήρια, δρόμους. Υπήρχε η πεποίθηση ότι ήταν αποτελεσματικοί κυρίως σε τάφους, κατά προτίμηση ανθρώπων που πέθαναν σε νεαρή ηλικία (άωροι) ή με βίαιο τρόπο (βιαιοθάνατοι) ή που έμειναν άταφοι ή θάφτηκαν χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα (ἀτέλεστοι ή ἀτελείς). Οι ψυχές αυτών των νεκρών βρίσκονταν στο μεταίχμιο ανάμεσα στον Κάτω Κόσμο και τον κόσμο των ζωντανών[5]. Ο καταδέτης εκμεταλλευόταν τη μεταθανάτια ανησυχία τους με σκοπό να ελέγξει την οργή τους και να την κατευθύνει εναντίον των αντιπάλων του: ο αντίπαλος «δένεται» και μέσω των ψυχών η κατάρα μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο για να βρει το στόχο της με τη βοήθεια χθόνιων θεοτήτων, όπως ο Άδης, η Περσεφόνη, η Εκάτη, η Λήθη, ο Ερμής, στους οποίους γίνεται συχνά επίκληση στους καταδέσμους[6]. Οι κατάρες έχουν χαρακτήρα δικαστικό, ερωτικό, αθλητικό/αγωνιστικό ή και άλλον. Η επιλογή του μολύβδου ως υλικού κατασκευής οφείλεται στο ότι τυλίγεται, χαράσσεται και διαβάζεται εύκολα, κυρίως όμως στο ότι ήταν άφθονος και προσιτός ως προϊόν της εξόρυξης του αργύρου. Ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεσή του με μαγικές ιδιότητες λόγω των φυσικών του χαρακτηριστικών, όπως το γκρίζο χρώμα, η κρύα αίσθηση στην αφή και η ανθεκτικότητα. Στο πλαίσιο μαγικών πρακτικών κατάδεσης χρησιμοποιούνταν και τα λεγόμενα ομοιώματα αιχμαλώτων, δηλαδή μορφές σχεδόν αποκλειστικά ανδρικές, με δεμένα πισθάγκωνα τα χέρια, ενίοτε και τα πόδια, κατασκευασμένες από μόλυβδο ή κερί, σπανιότερα από χαλκό ή πηλό. Αποτελούσαν αντικείμενα άσκησης συμπαθητικής μαγείας, η οποία στηρίζεται στην αντιστοιχία ανάμεσα στο εικονιζόμενο αντικείμενο και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Στα αρχαία χρόνια οι κατάδεσμοι εξελίχθηκαν σε δημοφιλή τρόπο για να αντιμετωπίσει κάποιος τους εχθρούς του, ενώ σήμερα σε ένα πολύτιμο σύνολο επιγραφικής, αρχαιολογικής και εν μέρει θρησκευτικής αξίας που ρίχνει ταυτόχρονα φως στη σκέψη των μέσων ανθρώπων.
[1] Ο ορισμός των καταδέσμων, defixiones στα λατινικά, όπως διατυπώθηκε από τον D.R. Jordan, έναν από τους σημαντικότερους μελετητές τους, έχει ως εξής: «…ενεπίγραφα τεμάχια μόλυβδου, συνήθως σε μορφή ελασμάτων, με προορισμό να επηρεάσουν με υπερφυσικά μέσα τις πράξεις ή την ευημερία ανθρώπων ή ζώων παρά τη θέλησή τους» [βλ. R. Jordan, “A Survey of Greek Defixiones Not Included in the Special Corpora”, Greek, Roman and Byzantine Studies 26 (1985), 151].
[2] Στην Α όψη το ονόματα διατάσσονται σε 3 στήλες, στη Β όψη υπάρχει λιγότερο προσεγμένη διάταξη σε 4 στήλες, εκ των οποίων οι 2 παράλληλα με τις στήλες της όψης Α, ενώ οι άλλες 2 κάθετα στις πρώτες. Η διάταξη σε στήλες πιθανώς αποτελεί παράδειγμα της μαγικής πρακτικής κατά την οποία γίνεται χρήση σύμβολων εξουσίας από την πραγματική ζωή.
[3] Στην πλειονότητά τους σώζονται κατάρες γραμμένες στα ελληνικά και ακολουθούν οι λατινικές επιγραφές από τον 2ο αι. π.Χ. και μετά. Σε πολύ περιορισμένο αριθμό έχουν βρεθεί ετρουσκικές και οσκικές, επίσης κελτικές και κάποιες πιθανώς γραμμένες σε ιβηρικές γλώσσες.
[4] IG II/III³ 8, 1, 32 Inscriptiones Graecae
[5] Ο Πλάτων (Φαίδων, 81 c-d) αναφέρει την πεποίθηση ότι οι ψυχές των νεκρών, αμέσως μετά τον θάνατό τους, εξαιτίας του φόβου για τον Άδη, κινούνται γύρω από τους τάφους, κοντά στους οποίους κάποιοι άνθρωποι αναφέρουν ότι έχουν δει εἴδωλα, ψυχῶν σκιοειδῆ φαντάσματα. Η απεικόνιση ψυχών/ειδώλων σε αττικές λευκές ληκύθους, κατεξοχήν αγγεία για ταφική χρήση, συνηγορεί υπέρ της πεποίθησης αυτής (βλ. J. Stroszeck 2021, 24-25).
[6] Η χρήση των καταδέσμων πιθανώς συνοδευόταν και από άλλες τελετουργίες, όπως εκφορά μαγικών φράσεων, τέλεση συγκεκριμένων κινήσεων ή επιλογή συγκεκριμένης ημέρας και ώρας για την απόκρυψή τους
Αλεξάνδρα Χατζηπαναγιώτου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Curbera, J., Inscriptiones Atticae Euclidis anno posteriores, ed. tertia. Pars VIII: Miscellanea. Fasc. 1: Defixiones Atticae, Berlin 2024, 96-99, αρ. 188, πίν. 5 [= IG II/III³ 8, 1, 188 Inscriptiones Graecae]
Humphreys, S.C., 2010, “A Paranoiac Sycophant? The Curse Tablet NM 14470”, Zeitschrift für Papyrologie und Epigrafik 172 (2010), 85-86.
Jordan, D.R., “A Survey of Greek Defixiones Not Included in the Special Corpora”, Greek Roman and Byzantine Studies 26 (1985), 164, no. 48.
Jordan, D.R. – Curbera, J., “A Lead curse tablet in the National Archaeological Museum, Athens”, Zeitschrift für Papyrologie und Epigrafik 166 (2008), 135-150.
Χανιώτης, Α. – Καλτσάς, Ν. – Μυλωνόπουλος, Ι. (επιμ.), emotions, ένας κόσμος συναισθημάτων, Κατάλογος Έκθεσης, Αθήνα 2017, 182, αρ. 84 (Κ. Μπαϊράμη).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Για κατάδεση και μαγεία:
Αβαγιαννού, Α., Η Μαγεία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 2008, 49–81. “Η Μαγεία στην Αρχαία Ελλάδα” – Συλλογικό έργο – Ανοικτή Βιβλιοθήκη
Eidinow, E., Oracles, Curses and Risk among the Ancient Greeks, Oxford 2007.
Faraone, C.A., “Binding and Burying the Forces of Evil: The Defensive Use of ‘Voodoo Dolls’ in Ancient Greece.” Classical Antiquity 10 (1991), 165–205.
Franek J. – Urbanova, D., “May Their Limbs Melt, Just as This Lead Shall Melt…”: Sympathetic Magic and Similia Similibus Formulae in Greek and Latin Curse Tablets (Part 1). Philologia Classica 2019, 14(1), 27–55. https://doi.org/10.21638/11701/spbu20.2019.103
Gager, J., Curse Tablets and Binding Spells from the Ancient World, Oxford 1992.
Ogden, D., “Binding Spells: Curse Tablets and Voodoo Dolls in the Greek and Roman Worlds,” in: V. Flint, R. Gordon, G. Luck, D. Ogden (Eds.), Witchcraft and Magic in Europe: Ancient Greece and Rome, London 1999, 1–90.
Stroszeck, J., “The archaeological contexts of curse tablets in the Athenian Kerameikos”, in Faraone, Ch.A. – Polinskaya, I. (eds), Curses in Context III: Greek Curse Tablets of the Classical and Hellenistic Periods, Papers and Monographs from the Norwegian Institute at Athens, volume 12, Athens 2021, 21-48.
Για την περιοχή του Αγίου Σάββα στον Ελαιώνα:
Παπαχατζή, Ν., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Αττικά, Αθήνα 1974, 467-468.
Τσιριγώτη – Δρακωτού, Ι., «Η πορεία της Ιεράς οδού και η σημασία της», Αρχαιολογία 43 (1992), 29-30. https://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/06/43-6.pdf