Το έκθεμα του μήνα
Θηλυκή ευψυχία [1] : Αμαζόνες, οι μυθικές γυναίκες πολεμίστριες
Αττική ερυθρόμορφη πελίκη
Αποδίδεται στον Ζωγράφο του Ακράγαντα
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Συλλογή Αγγείων, αριθ. ευρ. Α 12492
Προέλευση: Άγνωστη
Διαστάσεις: Ύψ. 0,34μ.
Χρονολόγηση: Γύρω στο 440 π.Χ.
Χώρος Έκθεσης: Αίθουσα 55, Προθήκη 114
Στην Α όψη του αγγείου ένας γυμνός πολεμιστής, υποστηριζόμενος από τον σύντροφό του, επιτίθεται με ξίφος εναντίον μίας γυναικείας μορφής, η οποία έχει ήδη πέσει στο έδαφος και προσπαθεί να αμυνθεί με τον πολεμικό της πέλεκυ. Από τα δεξιά σπεύδει έφιππη να τη βοηθήσει μία δεύτερη γυναικεία μορφή, η οποία ετοιμάζεται να πλήξει τον γυμνό πολεμιστή με το δόρυ της.
Το φύλο, η ενδυμασία και ο οπλισμός των γυναικών που συμμετέχουν στην αναμέτρηση, δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι πρόκειται για τις μυθικές πολεμίστριες, τις Αμαζόνες. Για τους αρχαίους Έλληνες οι Αμαζόνες ήταν μία παράδοξη κοινωνία γυναικών που έχοντας ενδυθεί ανδρικούς ρόλους, ασχολούνταν αποκλειστικά με τον πόλεμο και το κυνήγι[2].
Σύμφωνα με την παράδοση, οι σπουδαιότεροι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας αναμετρήθηκαν μαζί τους και τις νίκησαν: ο Βελλεροφόντης[3] στη Λυκία, ο Ηρακλής[4]στη Μαύρη θάλασσα, ο Θησέας[5] έξω από τα τείχη της Αθήνας και ο Αχιλλέας στην Τροία, θανατώνοντας τη βασίλισσά τους Πενθεσίλεια[6].
Η τοποθέτησή τους από την ελληνική κοσμοθεωρία στις παρυφές του πολιτισμένου κόσμου είναι ο λόγος που μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.[7] εμφανίζονται συχνά στην αρχαία ελληνική τέχνη, με στοιχεία βαρβαρικής ενδυμασίας και οπλισμού (Στράβων, 11, 504), δανεισμένα ως επί το πλείστον από την εικονογραφία των Σκυθών και αργότερα των Περσών. Στην πελίκη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου οι δύο Aμαζόνες φορούν στο κεφάλι την περσική τιάρα, έναν μαλακό σκούφο με πτερύγια, ενώ η έφιππη αμαζόνα είναι ντυμένη κατά τον περσικό τρόπο, με εφαρμοστές αναξυρίδες, ένδυμα με εφαρμοστά μανίκια και χιτωνίσκο από πάνω. Στον οπλισμό τους περιλαμβάνεται ο σκυθικός-περσικός πολεμικός πέλεκυς, η σάγαρις, ενώ η μυθική δεινότητά τους στην τοξοβολία και την ιππασία υποδηλώνεται από την απεικόνισή τους στον τύπο του πεζού και έφιππου τοξότη με τη φαρέτρα για τα βέλη κρεμασμένη στο πλάι.
Ως θέμα η Αμαζονομαχία γνώρισε μεγάλη δημοφιλία και απεικονίστηκε σε εμβληματικά μνημεία της αρχαιότητας, όπως μεταξύ άλλων στην ασπίδα της Αθηνάς Παρθένου, στις μετόπες της δυτικής πλευράς του Παρθενώνα, στο δυτικό αέτωμα του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και στις μετόπες της δυτικής πλευράς του νεότερου ναού της Ήρας στο Ηραίο του Άργους. Κάποιοι προσπάθησαν να αναγνωρίσουν σε αυτή το μυθολογικό αρχέτυπο του ανταγωνισμού των φύλων με τη νίκη των Ελλήνων να αποδεικνύει εμφατικά την ανδρική ανωτερότητα. Για τους περισσότερους ωστόσο αποτελεί σαφή υπαινιγμό της πίστης των Ελλήνων στην πολεμική και πνευματική υπεροχή τους έναντι των βαρβάρων, την οποία απέδειξαν περίτρανα με την ιστορική τους νίκη εναντίον των Περσών.
Δρ. Μαρία Τόλια-Χριστάκου
[1] Λυσίας, Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς (4,6-8) “ἐνομίζοντο δὲ διὰ τὴν εὐψυχίαν μᾶλλον ἄνδρες ἢ διὰ τὴν φύσιν γυναῖκες” (Και θεωρούνταν [ενν. οι Αμαζόνες] περισσότερο άνδρες για την ανδρεία τους παρά γυναίκες λόγω της φύσης τους).
[2] Στις πηγές οι Αμαζόνες αναφέρονται ως κόρες του Άρη και της Ναϊάδας Αρμονίας, που κατοικούσαν νότια της Μαύρης Θάλασσας, στην κοιλάδα του ποταμού Θερμώδοντα ή βόρεια και βορειοδυτικά, σε περιοχές της Θράκης ή γειτονικές της Σκυθίας.
[3] Ο μύθος του κορίνθιου ήρωα Βελλεροφόντη παραδίδεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Ζ, 150-211), όπου εξιστορείται από τον εγγονό του ήρωα, τον Γλαύκο, στον Διομήδη. Η αναμέτρηση με τις Αμαζόνες ήταν ο τρίτος άθλος που ανέθεσε στον Βελλεροφόντη ο βασιλιάς της Λυκίας Ιοβάτης, προκειμένου να τον εξοντώσει κατ’ εντολή του πεθερού του ήρωα, βασιλιά του Άργους Προίτου. Είχαν προηγηθεί με τη βοήθεια του φτερωτού αλόγου, του Πηγάσου, ο φόνος της Χίμαιρας – ενός τέρατος με σώμα και κεφάλι λέοντος, κεφάλι αίγας στη ράχη και ουρά φιδιού – και η νίκη επί των Σολύμων, ενός λαού που κατοικούσε στη Μικρά Ασία. Στην αγγειογραφία ο Βελλεροφόντης εικονίζεται συνήθως είτε μόνος του στη ράχη του Πηγάσου είτε να σκοτώνει τη Χίμαιρα ιππεύοντας τον Πήγασο.
[4] Ο ένατος άθλος που έπρεπε να εκτελέσει ο Ηρακλής κατ’ εντολή του Ευρυσθέα ήταν να φέρει στον βασιλιά τη ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων Ιππολύτης. Ο ήρωας με τους συντρόφους του κατέπλευσε στην πρωτεύουσα των Αμαζόνων, Θεμίσκυρα, και κατόρθωσε να πάρει τη ζώνη, αφού νίκησε τις Αμαζόνες στη μάχη που προηγήθηκε.
[5] Σύμφωνα με τον μύθο που παραδίδεται από τον Παυσανία (Ι, 2, 1) και τον Φιλόχορο (απ. 49), ο Θησέας είχε συντροφεύσει τον Ηρακλή στην εκστρατεία του εναντίον των Αμαζόνων στη Θεμίσκυρα. Εκεί απήγαγε την αμαζόνα Αντιόπη, αδερφή της βασίλισσας Ιππολύτης, προκαλώντας την οργή των Αμαζόνων, οι οποίες πολιόρκησαν την Αθήνα για να εκδικηθούν. Ο ήρωας με τους Αθηναίους τις νίκησε σε μεγάλη μάχη κάτω από την Ακρόπολη.
[6] Ο φόνος της βασίλισσας των Αμαζόνων Πενθεσίλειας από τον Αχιλλέα, εξιστορείται στο έπος Αἰθιοπίς, που αποδίδεται στον Αρκτίνο από τη Μίλητο. Σύμφωνα με τον μύθο, η Πενθεσίλεια καταγόταν από τη Θράκη και ήταν κόρη του Άρη και της Αμαζόνας Οτρήρης. Μετά τον θάνατο του Έκτορα έσπευσε στην Τροία, προκειμένου να συνδράμει τους Τρώες πολεμώντας στο πλευρό τους. Διακρίθηκε στη μάχη εξοντώνοντας πολλούς Αχαιούς, ανάμεσά τους και τον Ποδάρκη, αδερφό του Πρωτεσιλάου. Στη συνέχεια όμως βρήκε τον θάνατο από τον Αχιλλέα, ο οποίος θαμπωμένος από την ομορφιά της νεκρής την ερωτεύτηκε και γι’ αυτό επέτρεψε στους Τρώες την ταφή της.
[7] Στην πρώιμη αττική αγγειογραφία και μέχρι περίπου το 530/520 π.Χ. οι Αμαζόνες αποδίδονται με τον βαρύ οπλισμό των Ελλήνων οπλιτών, θώρακα με χιτωνίσκο από κάτω, περικεφαλαία με λοφίο, περικνημίδες, κυκλική ασπίδα, δόρυ και ξίφος, όπως ακριβώς περιγράφονται και στην επική παράδοση. Για τον λόγο αυτόν, δεν διακρίνονταν από τους Έλληνες αντιπάλους τους παρά μόνο χάρη στο λευκό χρώμα, με το οποίο οι αγγειογράφοι απέδιδαν τη γυναικεία επιδερμίδα.
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:
Roscher, ML (1884-1890) 267-280 λ. Amazonen (H. Steuding).
D. von Bothmer, Amazons in Greek Αrt (Oxford 1957).
LIMC I (1981) 586-653 λ. Amazones (P. Devambez – A Kaufmann-Samaras).
H. A. Shapiro, Amazons, Thracians, Scythians, GrRomByzSt 24, 1983, 105-114.
E. C. Keuls, The Rein of the Phallus. Sexual Politics in Ancient Athens (New York 1985) 44-47.
C. Schubert – A. Weiß (επιμ.), Amazonen zwischen Griechen und Skythen. Gegenbilder in Mythos und Geschichte (Berlin 2013).
R. Sturm, Amazonen in der antiken Vasenmalerei. Die Bedeutung des Bildmotivs der kriegerischen Frau in der alten Töpferkunst (Hamburg 2017).