Συλλογή Γλυπτών
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη και μια από τις σημαντικότερες διεθνώς, συλλογή έργων γλυπτικής της ελληνικής αρχαιότητας, από τον 7ο αι. π.Χ. μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται η μεγαλύτερη, και μια από τις σημαντικότερες διεθνώς, συλλογή έργων γλυπτικής της ελληνικής αρχαιότητας, από τον 7ο αι. π.Χ. μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ. Η συγκρότησή της ξεκίνησε το 1829, με την ίδρυση του μουσείου στην Αίγινα, ενώ αργότερα αυτή συμπεριέλαβε μαρμάρινα και άλλα λίθινα γλυπτά από τις δημόσιες αρχαιολογικές συλλογές της Aθήνας, από ανασκαφές και αγορές της Aρχαιολογικής Eταιρείας και από όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου. Η Συλλογή περιλαμβάνει περίπου 17000 έργα, 1000 από τα οποία εκτίθενται κυρίως στις αίθουσες 7-34 στον κυρίως όροφο του κτηρίου, στο αίθριο, και στην Κυπριακή Συλλογή, στην αίθουσα 64 του ορόφου, ενώ τα αποθηκευμένα είναι προσβάσιμα στους ειδικούς μελετητές. Μεμονωμένα γλυπτά εκτίθενται επίσης στην Αιγυπτιακή Συλλογή, στη συλλογή Αγγείων και στη Συλλογή Σταθάτου.
ΠΕΡΙΗΓΗΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ
Οι αρχές της γλυπτικής των ιστορικών χρόνων – 8ος μέχρι 5ος αι. π.Χ. (αίθουσες 7-14)
Μέχρι τον 8ο αι. π.Χ. οι ελληνικοί πληθυσμοί έχουν οριστικοποιήσει τις μεταναστεύσεις τους και έχουν ιδρύσει πόλεις-κράτη, έχουν υιοθετήσει την κοινή ονομασία Έλληνες, το αλφάβητο, τους ελληνικούς μύθους και το Δωδεκάθεο, καθώς και τη χρονολόγηση από τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες (το 776 π.Χ.).
Από τον 7ο αι. π.Χ. οι παλαιοί ξύλινοι ναοί αντικαθίστανται σταδιακά με λίθινους που διακοσμούνται με αρχιτεκτονικά γλυπτά, όπως τα ανάγλυφα από το ναό της Αθηνάς στις Μυκήνες (αρ. 2869, αίθουσα 7). Την ίδια εποχή, και τα παλαιότερα ξύλινα αγάλματα (που ήταν ουσιαστικά πασσαλόμορφα και ονομάζονταν ξόανα) αντικαθίστανται με λίθινα, τα οποία όμως διατηρούν το παραδοσιακό άκαμπτο και αυστηρό σχήμα, όπως το άγαλμα της Άρτεμης που η Νικάνδρη από τη Νάξο αφιέρωσε στο ναό του Απόλλωνα στη Δήλο (αρ. 1, αίθουσα 7). Στην ίδια άκαμπτη στάση απεικονίζεται η ανθρώπινη μορφή και στα μικρά γλυπτά, όπως αυτά από ελεφαντόδοντο (αρ. 776, αίθουσα 7), καθώς και στα επιτύμβια (ταφικά) μνημεία, όπως σε αυτό που μοιράζονται σφιχταγκαλιασμένοι οι αδελφοί Δέρμυς και Κίτ(τ)υλος, και το οποίο είχε στηθεί στον τάφο τους στην Τανάγρα Βοιωτίας από τον πατέρα τους Αμφάλκη (αρ. 56, αίθουσα 8). Άκαμπτες είναι και οι μορφές των γυναικών που θρηνούν μια νεκρή πάνω σε νεκρική κλίνη στον μεγάλο πήλινο αμφορέα από το νεκροταφείο του Κεραμεικού, αγγείο που ήταν κι αυτό σήμα τάφου, ως μια άλλη απόδοση σώματος ενός επιφανούς νεκρού (αρ. Α 804, αίθουσα 7).
Μαρμάρινα αγάλματα αφιερώνονται στους ναούς, ενώ παρόμοια τοποθετούνται πάνω σε τάφους σημαντικών νεκρών, ως σήματα. Αυτά τα αγάλματα, οι κούροι ή κόραι (νέοι ή νέες), κατασκευάζονται τον 6ο αι π.Χ. σε μετωπική στάση και με περιορισμένη κίνηση, όλα όμως μας χαρίζουν ένα χαμόγελο. Οι κούροι στέκονται με τα χέρια στο πλάι του κορμού και προβάλλουν το αριστερό πόδι. Είναι συνήθως γυμνοί, με έμφαση στη γράμμωση των μυών, κάποιοι όμως φορούν ζωγραφιστά σανδάλια, όπως ο μεγάλος κούρος του Σουνίου, αφιέρωμα στο ιερό του Ποσειδώνα εκεί (αρ. 2720, αίθουσα 8). Ακολουθούν αρκετοί σε επόμενες αίθουσες, οι σημαντικότεροι από τους οποίους είναι οι κούροι του Κεραμεικού (αρ. 3372, αίθουσα 11), του του Μυριννούντος (αττικού δήμου, σημερινής Μερέντας) (αρ. 4890, αίθουσα 11), της Βολομάνδρας (αρ. 1906, αίθουσα 11) και της Αναβύσσου στην Αττική (ο Κροίσος, που έπεσε στη μάχη, αρ. 3851, αίθουσα 13), του ιερού του Απόλλωνα στο βοιωτικό όρος Πτώον (αρ. 20, αίθουσα 13), καθώς και ο υστερότερος χρονολογικά κούρος της συλλογής, ο Αριστόδικος από τα Μεσόγεια (αρ. 3938, αίθουσα 13). Μοναδικός ντυμένος κούρος είναι αυτός που βρέθηκε στην κοίτη του αθηναϊκού ποταμού Ιλισσού (αρ. 3687, αίθουσα 13). Σε τάφους αθλητών θα ήταν στημένες οι βάσεις κούρων, με ανάγλυφες παραστάσεις από αθλητικές δραστηριότητες και αγώνες (αρ. 3476, 3747, αίθουσα 13). Οι κόρες στέκονται όρθιες, ανασύροντας με το ένα χέρι το ένδυμα, ενώ με το άλλο κρατούν άνθος ή καρπό μπροστά στο στήθος. Η αρχαιότερη της συλλογής και πιο πλήρης είναι η Φρασίκλεια, που βρέθηκε μαζί με τον κούρο του Μυρρινούντος και φορά κοσμήματα και ερυθρό πέπλο (αρ. 4889, αίθουσα 11), ενώ ακολουθούν δύο κόρες από την Ακρόπολη των Αθηνών (ΒΕ 15, 16, αίθουσα 13), καθώς και η κόρη της Ελευσίνας (αρ. 26, αίθουσα 14). Τα γλυπτά επιτύμβια μνημεία αυτής της εποχής μπορεί να είναι επίσης στήλες με μεγάλο ύψος (μέχρι και 4,5 μ.) (αρ. 2687, αίθουσα 11), που απολήγουν επάνω σε άγαλμα σφίγγας, μυθικού όντος με κεφαλή γυναίκας, και φτερωτό σώμα λιονταριού (αίθουσα 11). Στο μεταίχμιο προς την κλασική περίοδο χυτεύονται και μπρούντζινα αγάλματα, όπως ο Ποσειδώνας που βρέθηκε στο βυθό των νότιων ακτών της Βοιωτίας. Κρατούσε κατακόρυφα την τρίαινά του και είχε αφιερωθεί στο θεό (όπως μας πληροφορεί η επιγραφή στη βάση) (αρ. Χ 11761, αίθουσα 14). Στους ναούς της εποχής, στα αετώματα (τις τριγωνικές όψεις κάτω από τη στέγη), αναπτύσσονται γλυπτές πολυπρόσωπες σκηνές μάχης, όπως στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα (αίθουσα 14).
Η γλυπτική της κλασικής εποχής – 5ος και 4ος αιώνας π.Χ. (αίθουσες 15-28 και 34)
Τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα έχει ήδη εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία (από τον Κλεισθένη, το 508 π.Χ.) και οι Έλληνες αντιμετωπίζουν την εισβολή στρατευμάτων της τότε υπερδύναμης, των Περσών. Η νικηφόρα αντιπαράθεση στις μάχες του Μαραθώνα και των Πλαταιών, καθώς και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, οδηγεί σε μια εποχή πνευματικής δημιουργίας, υλικής ευημερίας και δημοκρατικής εδραίωσης υπό την ηγεσία του Περικλή. Η Αθήνα γίνεται κέντρο στο οποίο συρρέουν, μεταξύ άλλων καλλιτεχνών, γλύπτες από άλλες περιοχές, οι οποίοι συντελούν στην κόσμηση των οικοδομημάτων και των μνημείων της πόλης με γλυπτά υψηλής τέχνης και πρωτοτυπίας.
Στην αρχή της εποχής αυτής η γλυπτική κατακτά την τρίτη διάσταση. Από τα σπάνια σωζόμενα χάλκινα έργα είναι ο Δίας ή Ποσειδώνας που βρέθηκε στο βυθό κοντά στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο της Εύβοιας και κρατούσε κάποτε τον κεραυνό του Δία ή την τρίαινα του Ποσειδώνα (αρ. Χ 15161, αίθουσα 15).
Στην κορύφωση του 5ου αιώνα π.Χ., σπουδαίοι γλύπτες εμπνέονται από το ανθρώπινο σώμα αποδίδοντάς του ιδεαλιστική (εξιδανικευμένη) ομορφιά και πνευματικό περιεχόμενο. Στην Ελευσίνα βρέθηκε το μεγάλο ανάγλυφο που απεικονίζει τις τρεις κεντρικές μορφές της μυστηριακής λατρείας στο ελευσινιακό ιερό: τη Δήμητρα, την Περσεφόνη και το νεαρό ήρωα Τριπτόλεμο (αρ. 126, αίθουσα 15). Δίπλα στο ανάγλυφο και ο πήλινος πίνακας που αφιέρωσε στο ίδιο ιερό μια πιστή με το όνομα (το) Νίννιον (αρ. Α 11036, αίθουσα 15). Από το άγαλμα της θεάς Νέμεσης, που λατρευόταν στο Ραμνούντα και είχε φιλοτεχνηθεί από το γλύπτη Αγοράκριτο, σώζεται ένα ρωμαϊκό αντίγραφο (αρ. 3949, αίθουσα 19). Έργο του δασκάλου του, του αθηναίου Φειδία, ήταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα (από ελεφαντόδοντο και χρυσό), της Αθηνάς Παρθένου στην Ακρόπολη της Αθήνας. Από εκείνο το τεράστιο έργο, ύψους 12 μέτρων, σώζεται μια μικρή απόδοση ρωμαϊκών χρόνων σε μάρμαρο (αρ. 129, αίθουσα 20). Υστεροελληνιστικό αντίγραφο χάλκινου έργου του Πολυκλείτου από το Άργος είναι ο μαρμάρινος διαδούμενος από τη Δήλο, ο αθλητής που δένει στο μέτωπό του την ταινία της νίκης και ήταν κάποτε επίχρυσος (αρ. 1826, αίθουσα 21).
Ακολουθεί μια δύσκολη εποχή, αυτή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.), εμφύλιας σύρραξης μεταξύ Αθηνών και Σπάρτης. Για τους νεκρούς του πολέμου και του λοιμού (μολυσματικής επιδημίας) που εκδηλώθηκε στην αρχή του, επιτρέπονται και πάλι στην Αθήνα τα μαρμάρινα μνημεία, που είχαν παλαιότερα απαγορευτεί διά νόμου για λόγους πολιτικούς και οικονομικούς. Συχνά αυτά είναι μεγάλα μαρμάρινα αγγεία με ειδικό συμβολισμό (αίθουσα 16), ή απλές στήλες, όπως αυτή με έναν νέο που κρατά το πουλί που έβγαλε από κλουβί, ίσως σε συμβολική κίνηση απελευθέρωσης της ψυχής από το νεκρό του σώμα (αρ. 715, αίθουσα 16). Άλλοτε, έχουν όψη μικρού ναού, μέσα στον οποίο απεικονίζεται ο νεκρός, όπως αυτό της Ηγησούς από τον Κεραμεικό, καθιστής μπροστά στη λυπημένη δούλη της (αρ. 738, αίθουσα 18).
Με το τέλος του πολέμου, στον ελληνικό χώρο αναδεικνύεται η σπαρτιατική ηγεμονία, αλλά λίγο αργότερα η Αθήνα και η Θήβα ανακτούν δυνάμεις, έως ότου, κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., η πανελλήνια ηγεμονία διεκδικείται επιτυχώς από τους Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππο Β΄ και Αλέξανδρο Γ΄. Αναπτύσσονται μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα, ενώ στη γλυπτική δημιουργούνται, ήδη πριν το τέλος του πολέμου, τοπικές σχολές που εκπροσωπούνται από σημαντικούς γλύπτες. Η γλυπτική εμπνέεται από την πλούσια κίνηση των πτυχώσεων που ακολουθούν την κίνηση του σώματος, όπως στις γυναικείες μορφές του πελοποννήσιου γλύπτη Τιμοθέου για το ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο (αίθουσα 22). Ο Σκόπας από την Πάρο αναλαμβάνει την κατασκευή του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα της Αρκαδίας (αίθουσα 28). Ο Πραξιτέλης, γιος του αθηναίου γλύπτη Κηφισοδότου, δημιουργεί γυμνά, αισθησιακά έργα και στη σχολή του αποδίδεται ο μπρούντζινος έφηβος, που ανασύρθηκε από τη θάλασσα του Μαραθώνα (αρ. Χ 15118, αίθουσα 28). Στη συνέχεια της παράδοσης που δημιούργησε η σχολή του Πολυκλείτου ανήκει ο μπρούντζινος έφηβος, που ανασύρθηκε από τη θάλασσα των Αντικυθήρων (αρ. Χ 13396, αίθουσα 28). Ο Λύσιππος είχε δημιουργήσει τον Ηρακλή που στηρίζεται στο ρόπαλό του, αντίγραφο του οποίου είναι ο, μεγαλύτερος του φυσικού μεγέθους, Ηρακλής που βρέθηκε στο ναυάγιο των Αντικυθήρων και εκτίθεται σήμερα στο αίθριο. Ξαφνιάζει με τη σκούρα του όψη, λόγω των ρύπων και της διάβρωσης από το θαλασσινό νερό, και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως είναι φτιαγμένος από φωτεινό παριανό μάρμαρο.
Σε μεγάλη ποικιλία κατασκευάζονται κατά την κλασική εποχή και ανάγλυφα, τα οποία ενσωματώνουν και κείμενα των ψηφισμάτων της πόλης των Αθηνών (αίθουσα 25), ή έχουν τη μορφή σπηλαίου (αίθουσα 25) ή ανθρώπινου μέλους (αίθουσα 26, προθήκη).
Ελληνιστική γλυπτική – τέλος 4ου μέχρι 1ος αιώνας π.Χ. (αίθουσες 29-30 και 34)
Ελληνιστική ονομάζεται η εποχή των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των βασιλείων τους που απλώνονται στην Ελλάδα, την Ασία και την Αίγυπτο. Τότε αναδεικνύονται νέα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Πέργαμος, η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια. Οι πολίτες των βασιλείων βιώνουν τον κοσμοπολιτισμό που διευκολύνεται από τη γενικευμένη χρήση της ίδιας γλώσσας, της ελληνιστικής κοινής, μιας απλοποιημένης μορφής της αττικής διαλέκτου. Οι ηθικοί κώδικες των πολιτών επηρεάζονται από νέα φιλοσοφικά ρεύματα, ενώ οι θρησκευτικές αναζητήσεις οδηγούν στην ενίσχυση των μυστηριακών λατρειών, που απαιτούν μύηση ώστε οι πιστοί να επιτύχουν ατομική πλέον σωτηρία.
Στη γλυπτική αναδεικνύονται νέα τοπικά εργαστήρια και φημισμένοι γλύπτες που αποδίδουν τις μορφές ρεαλιστικά, δηλαδή με εξατομικευμένα χαρακτηριστικά. Στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας, ο Δαμοφών από τη Μεσσήνη δημιουργεί μία σύνθεση ύψους 6 μέτρων (με το βάθρο): η Δήμητρα και η Δέσποινα λατρεύονται καθιστές σε κοινό θρόνο, έχοντας δίπλα τους την Άρτεμη και έναν από τους Τιτάνες, τον Άνυτο (αίθουσα 29). Στην Αίγειρα της Αχαΐας, ο αθηναίος Ευκλείδης δημιουργεί το κολοσσικό άγαλμα του καθιστού σε θρόνο Δία που μας είναι γνωστό από την απεικόνισή του σε νομίσματα, δυστυχώς όμως σώζονται όμως μόνο η κεφαλή και το ένα χέρι (αρ. 3377 και 3481, αίθουσα 30). Στη Δήλο βρέθηκε το σύμπλεγμα Αφροδίτης και Πάνα, το οποίο ανέθεσε κάποιος Διονύσιος από τη Βυρηττό: η θεά, βοηθούμενη από τον ιπτάμενο Έρωτα, απειλεί χαμογελαστή με το σανδάλι της τον τραγοπόδαρο Πάνα που της επιτίθεται με ερωτική διάθεση (αρ. 3335, αίθουσα 30). Από τη θάλασσα στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο της Εύβοιας ανασύρθηκε το μπρούντζινο αγωνιστικό άλογο με το μικρό αναβάτη του (αρ. Χ 15177, αίθουσα 34).
Ρωμαϊκή γλυπτική – 1ος αιώνας π.Χ. μέχρι 5ος αιώνας μ.Χ. (αίθουσες 31-33)
Από το 2ο αιώνα π.Χ. ο ελλαδικός χώρος σταδιακά κατακτάται από τους Ρωμαίους, μέχρι την οριστική επικράτησή τους το 31 π.Χ., και την πτώση του βασιλείου των Πτολεμαίων.
Το οικοδομικό πρόγραμμα για την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, προκαλεί διπλό αντίκτυπο: αρχικά, οι ελληνικές πόλεις απογυμνώνονται από τους καλλιτεχνικούς τους θησαυρούς, που ως λάφυρα μεταφέρονται στη Ρώμη, ταυτόχρονα με τη μετεγκατάσταση εκεί και κάποιων καλλιτεχνών. Στη συνέχεια, νέα τοπικά εργαστήρια δημιουργούνται για να αντιμετωπιστεί η ζήτηση αντιγράφων κλασικών και ελληνιστικών έργων. Αργότερα, το 2ο αιώνα μ.Χ., αναδεικνύεται και πάλι η Αθήνα ως καλλιτεχνικό κέντρο, κυρίως λόγω της εύνοιας των φιλελλήνων αυτοκρατόρων Αδριανού και Αντωνίνου Ευσεβούς. Τότε αναδεικνύεται και μια νέο-αττική παραγωγή με κύρια προϊόντα τα διακοσμητικά ανάγλυφα (μαρμάρινους πίνακες για ανάρτηση σε τοίχο) (αρ. 5147, αίθουσα 31), τις μαρμάρινες σαρκοφάγους (αρ. 1186, αίθουσα 32) και τα τραπεζοφόρα (μαρμάρινα στηρίγματα τραπεζιών) (αρ. 2706, αίθουσα 33).
Η ρωμαϊκή διοίκηση υπηρετείται από την τέχνη και ιδιαίτερα τη γλυπτική, με τη δημιουργία πορτρέτων του αυτοκράτορα, της οικογένειάς του, καθώς και αξιωματούχων ή ανθρώπων του πνεύματος, όπως διαδοχικά παρουσιάζονται ανά δυναστεία. Ξεχωρίζουν ο μπρούντζινος έφιππος ανδριάντας του Οκταβιανού Αυγούστου από τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ευβοίας και Αγίου Ευστρατίου (αρ. Χ 23322, αίθουσα 31) και το πορτρέτο του συντρόφου του Αδριανού Αντίνοου, ωραίου νέου που πνίγηκε στο Νείλο (αρ. 417, αίθουσα 32).
Κυπριακή Συλλογή (αίθουσα 64)
Η κυπριακή συλλογή συγκροτήθηκε από δωρεές και κατασχέσεις και περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και 160 γλυπτά κατασκευασμένα από τον τοπικό κυπριακό λίθο. Ξεχωρίζουν η κεφαλή γενειοφόρου νέου με κόμμωση που μιμείται αυτή των κούρων της Ιωνίας (αρ. 1832) και η κεφαλή θεάς που φορά διακοσμημένο κάλαθο και πλούσια κοσμήματα (αρ. 66).
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Άγαλμα: λίθινο, μετάλλινο, ή από άλλο υλικό, ομοίωμα ανθρώπου ή ζώου σε φυσικό μέγεθος
Αγαλμάτιο: λίθινο, μετάλλινο, ή από άλλο υλικό, ομοίωμα ανθρώπου ή ζώου σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού
Ανάγλυφο: γλυπτό στο οποίο σχήματα ή μορφές προβάλλουν από την επίπεδη επιφάνεια πλάκας
Ανάθημα: έργο αφιερωμένο σε ναό ή ιερό
Αρχιτεκτονικό γλυπτό/ανάγλυφο: γλυπτό έργο από τη διακόσμηση κτηρίου
Αρχιτεκτονικό μέλος: λίθινο τμήμα κτηρίου
Βωμός: κατασκευή πάνω στην οποία προσφέρεται θυσία
Επιτύμβιο μνημείο/άγαλμα/ανάγλυφο/στήλη: ταφικό μνημείο, σήμα ενός τάφου
Ιστορικοί χρόνοι: η περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας που τεκμηριώνεται από γραπτά κείμενα
Κούρος και κόρη: άγαλμα όρθιου γυμνού νέου άνδρα ή όρθιας ντυμένης νέας γυναίκας, κατά τον 6ο αι. π.Χ.
Πλαστική = γλυπτική
Προτομή: γλυπτό που περιλαμβάνει μόνο την κεφαλή και το στέρνο μιας μορφής
Πορτρέτο: ολόγλυφη κεφαλή που αποδίδει ρεαλιστικά τα χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου προσώπου
Σαρκοφάγος: λίθινο φέρετρο
Στήλη: στενόμακρη ψηλή πλάκα